Αριθμός 1319/2019 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, Μ. Παπαδοπούλου, Ά. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Χρ. Ντουχάνης, Δ. Εμμανουηλίδης, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Ι. Σύμπλης, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Α. Μίντζια, Χρ. Σιταρά, Σύμβουλοι, Σ. Κωνσταντίνου, Δ. Τομαράς, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σύμπλης και Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, καθώς και ο Πάρεδρος Δ. Τομαράς, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα. Για να δικάσει την από 8 Απριλίου 2015 αίτηση: του Ιδρύματος με την επωνυμία «ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ» (Ρ.Ε.Σ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Βασ. Σοφίας 51), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Σιωμόπουλο (Α.Μ. 12360), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με εντολή και εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου. Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Γαλάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους. Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 775/2017 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση. Με την αίτηση αυτή το αιτούν Ίδρυμα επιδιώκει να ακυρωθεί η από 4.3.2015 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ορίσθηκε ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή, Συμβούλο Δ. Εμμανουηλίδη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της καθ' ης Εκκλησίας της Ελλάδος και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται, κατά το νόμο (άρθρο 22 ν. 3470/2006-Α΄ 132 και άρθρο 12 παρ. 1 ν. 1610/1986-Α΄ 89), καταβολή παραβόλου. Ως εκ τούτου, το παράβολο που κατέβαλε η αιτούσα (1382052, 4065535/2015 γραμμάτια παραβόλου) πρέπει να της επιστραφεί ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της από 4.3.2015 πράξης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ορίσθηκε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014, ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (Ρ.Ε.Σ.) με θητεία ενός έτους. 3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισήχθη προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής της με την απόφαση 775/2017 του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία αυτή απόφαση παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια αφενός το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014, κατ' επίκληση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αφετέρου η υπόθεση στο σύνολό της. 4. Επειδή, το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζει τα εξής: “Καταργείται ... η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. ...”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται και επί κανονιστικών πράξεων, οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικές φύσεως συνέπειες, τις οποίες έχει προκαλέσει η προσβαλλόμενη πράξη και οι οποίες διατηρούνται και μετά τη λήξη της ισχύος της, δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης, αν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει με την ακύρωση της πράξης, την άρση των εν λόγω συνεπειών που δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν με την άσκηση άλλων προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων (ΣτΕ 2929/2017, 4707/2014 κ.ά.). Περαιτέρω, στο ανωτέρω άρθρο 32 προστέθηκε, με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), παράγραφος 3, η οποία ορίζει τα εξής: “Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο”. Με τις ανωτέρω διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 θεσπίζεται ειδική περίπτωση συνέχισης της ακυρωτικής δίκης, πέραν αυτής της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης που οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι τροποποιήθηκε ή ανατικαταστάθηκε εφεξής με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν διατηρείται απλώς, μετά τη σύννομη άσκηση του σχετικού δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας από τον αιτούντα, το αρχικό αντικείμενο της δίκης, αλλά η δίκη συνεχίζεται με ουσιωδώς διευρυμένο αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την προσβολή όχι μόνο της αρχικής πράξης που έπαυσε να ισχύει για τους ανωτέρω λόγους, αλλά και της νεότερης διοικητικής πράξης, η οποία, μετά την κατάθεση και κοινοποίηση του σχετικού δικογράφου στον αντίδικο του αιτούντος εντός της προθεσμίας του άρθρου 32 παρ 3 του π.δ. 18/1989, θεωρείται ως συμπροσβαλλόμενη με την αρχική και κατ' αυτής μπορεί να προβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο και νέοι λόγοι ακυρώσεως (ΣτΕ 324/2019 επταμελές, 2929/2017, 2202/2016, 4707/2014, 3175/2014 Ολομ.). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η θητεία του ανωτέρω εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. έληξε μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, ανανεώθηκε όμως, αρχικά για ένα επί πλέον έτος, με την από 7.4.2016 όμοια απόφαση της Δ.Ι.Σ. Κατόπιν τούτου, η αιτούσα πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου του Γ΄ Τμήματος είχε ζητήσει παραδεκτώς με το από 14.11.2016 υπόμνημά της τη συνέχιση της δίκης για την ακύρωση της απόφασης αυτής, ενώ προέβαλε και νέο λόγο ακυρώσεως κατά της ανωτέρω απόφασης της Δ.Ι.Σ. Ακολούθως, η ενιαύσια θητεία του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. έληξε εκ νέου και ανανεώθηκε για ένα επί πλέον έτος με την από 2.5.2017 όμοια απόφαση της Δ.Ι.Σ. Ενόψει αυτού, η αιτούσα είχε ζητήσει παραδεκτώς με το από 12.1.2018 δικόγραφο τη συνέχιση της δίκης για την ακύρωση της απόφασης αυτής. Εν συνεχεία, η ενιαύσια θητεία του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. έληξε και πάλι και ανανεώθηκε για ένα επί πλέον έτος με την από 19.4.2018 όμοια απόφαση της Δ.Ι.Σ. Εξάλλου, η αιτούσα είχε ζητήσει παραδεκτώς με το από 5.10.2018 δικόγραφο τη συνέχιση της δίκης για την ακύρωση της τελευταίας αυτής απόφασης. Με τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς ζητείται η συνέχιση της δίκης κατ' άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ως μόνη δε παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί η από 19.4.2018 απόφαση της Δ.Ι.Σ., με την οποία η θητεία του Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ως εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. ανανεώθηκε για ένα επί πλέον έτος (ΣτΕ 551, 324/2019 επταμελές, 853/2018, 3383, 2929, 1167/2017, 3631/2015 Ολομ.). 6. Επειδή, ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων άσκησε παραδεκτώς, ως εποπτεύων υπουργός, προφορική παρέμβαση στο ακροατήριο υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της λειτουργίας της δημόσιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης (άρθρο 21 παρ. 2 περ. β΄ π.δ. 18/1989, άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3432/2006 - Α΄ 14, και άρθρο μόνο π.δ. 353/1997 – Α΄ 239). 7. Επειδή, στην από 1.1.1840 διαθήκη του Γεωργίου Ραδιόνοφ Ριζάρη αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: "[...] ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ 62. [...] δηλοποιώ, ότι ο σκοπός, η θέλησις και η απόφασίς μου είναι, ώστε η λοιπή περιουσία μου, κινητή τε και ακίνητος, να χρησιμεύση προς σύστασιν μιας Εκκλησιαστικής Σχολής. ... 72. Σκοπός της Εκκλησιαστικής ταύτης Σχολής είναι το να χορηγή εις νέους, έχοντας τας απαιτουμένας προπαιδευτικάς γνώσεις, τοιαύτα διδακτικά μέσα, ώστε εις διάστημα πέντε ετών να είναι εις στάσιν να ενδυθώσι το ιερόν σχήμα της Ιερωσύνης, γινόμενοι Ιερείς μετά την αποπεράτωσιν της πενταετούς σπουδής. Η εν αυτή τη Σχολή εκπαίδευσις πρέπει να είναι προ πάντων τοιαύτη, ώστε να συντελή και εις την επιστημονικήν μόρφωσιν της νεολαίας. ... 74. Αφίνω εις την Κυβέρνησιν του Βασιλέως της Ελλάδος την περί του διορισμού των αναγκαιούντων εις την Σχολήν ταύτην Καθηγητών πρόνοιαν. ... 75. Παρακαλώ το Συμβούλιον της Σχολής να συνεννοήται μετά των Καθηγητών της Σχολής, δια να συντάσσηται πρόγραμμα των καθ' εκάστην εξαμηνίαν παραδοθησομένων μαθημάτων ... 76. Παρακαλώ το Συμβούλιον της Σχολής να συνεννοήται με την επί της Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν δια να κανονισθώσι τα εν τη Σχολή μου παραδοθησόμενα μαθήματα... 77. Παρακαλώ το Συμβούλιον της Σχολής μου να προκαλέση νόμον παρά της Ελληνικής Κυβέρνησης κανονίζοντα α) Την Πειθαρχίαν μεταξύ του προσωπικού της Σχολής. β) τα χρέη των μαθητών... γ) Τον βαθμόν και την τιμητική δασημασίαν... δ) την επί το σεμνοπρεπέστερον εις τους προς Ιερωσύνην αποβλέποντας μαθητάς της Σχολής μου στολήν, κτλ ε) Τας εορτασίμους ημέρας. 79. Η Διοίκησις των της Σχολής πραγμάτων ανατίθεται εν γένει εις εν δεκαμελές, ή Πρώτον Συμβούλιον, τουτέστιν εις τους κ.κ. τους οποίους ονόμασα ήδη Εκτελεστάς της παρούσης μου, φυλαττομένων των ακολούθων διατυπώσεων. 80. Εξ αυτών των δέκα συγκροτείται εν Τριμελές ή Δεύτερον Συμβούλιον και είς Ταμίας. ... 82. Ο ταμίας εκλέγεται από το σώμα του Δεκαμελούς Συμβουλίου κατά πλειοψηφίαν εκλεχθείς δε δεν έχει ψήφο μέχρι της αντικαταστάσεώς του. ... Επίσης θέλω ώστε, όταν εκλεχθεί ως Ταμίας άλλος παρά τους εκτελεστάς, το τελευταίον μέλος του Δεκαμελούς Συμβουλίου να μη ψηφοφορή εις τας διασκέψεις τούτου, ενόσω δεν εκλεχθή Ταμίας τις εκ του ιδίου σώματος. 84. Η σύσκεψις και η γνωμοδότησις του Πρώτου Συμβουλίου απαιτείται, οσάκις πρόκειται λόγος: α΄) Περί του κατά ψηφοφορίαν ετησίου προϋπολογισμού των τακτικών εξόδων του καταστήματος, και του προσδιορισμού της εντός του έτους εκτάκτου ανάγκης. β΄) Περί του κατά ψηφοφορίαν προϋπολογισμού των τακτικών και εκτάκτων εισπράξεων του καταστήματος. γ΄) Περί εξετάσεως και εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του καταστήματος· έτι δε και περί ελέγχου της διαχειρίσεως του Ταμίου. δ΄) Περί εκποιήσεως ακινήτου κτήματος της Σχολής. ε΄) Περί προβλέψεως διατάξεων, περί όσων σιωπά η παρούσα μου. ς΄) Περί ενοικιάσεως των ακινήτων κτημάτων ... ζ΄) Περί της μονογραφής των εις την σχολήν κρατουμένων βιβλίων ... η΄) Περί αποδοχής ή τροπολογήσεως του απολογισμού ... θ΄) Περί επισκευών του καταστήματος. ι΄) Περί της εκλογής του Ταμίου, ως και περί της μισθοδοσίας του. ια΄) Περί διαφοράς αναγομένης εις τα δικαστήρια, και περί διορισμού συνηγόρου. ιβ΄) Περί δανείων, δοθησομένων εκ της περιουσίας του καταστήματος. ιγ΄) Περί συγκαταβάσεως εις πληρωμάς και περί χορηγήσεως αμοιβών ... ιδ΄) Περί της ψηφοφορίας των εκ της πατρίδος μου υποτρόφων ... [...] 85. Αν τις εκ των δέκα εκτελεστών αποβιώση, οι επιζώντες έχουσι το δικαίωμα να εκλεγώσιν έτερον προς αντικατάστασιν, θηρεύοντες τίμιον και ικανόν άνθρωπον, και κοινοποιούντες, δια τινός Εφημερίδος της Ελλάδος, την αντικατάστασιν ταύτην. Ο εκλεχθείς λαμβάνει την θέσιν του εκλιπόντος. Η εκλογή γίνεται ούτω. Τα εναπολειφθέντα μέλη εκλέγουν τρία πρόσωπα, και η Κυβέρνησις της Ελλάδος προσδιορίζει εν εξ αυτών στην θέσιν του εκλιπόντος. 87. Το Τριμελές ή Δεύτερον Συμβούλιον έχει τα εξής καθήκοντα: α) ... ε) Κρατεί την ανταπόκρισιν με όν τινα το καλέση η ανάγκη, και με την Κυβέρνησιν. Η με την Κυβέρνησιν θέλει γίνεσθαι προς μόνην την Γραμματείαν την επί της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, της οποίας την συναίνεσιν θέλει ζητεί εις τα χρήζοντα συναινέσεως από μέρους της εξουσίας. Τοιαύτα δε λογίζονται εκείνα τα έργα, τα οποία δεν δύναται να βάλη εις ενέργειαν το Συμβούλιον αφ' εαυτού κατά τους νόμους, προς τον σκοπόν του, χωρίς της βοηθείας ή της διαταγής της Κυβερνήσεως, ως και τα αντικείμενα, περί ων προβλέπουν αι διατάξεις μου. ζ)... [...] ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ [...] 145. Εις όσα άρθρα της παρούσης μου αναφέρω τας λέξεις ΠΡΩΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ, εννοώ τα εννέα μέλη των Εκτελεστών της διαθήκης μου, λέγω δε εννέα, διότι ο εις εξ αυτών θέλει εκλέγεσθαι Ταμίας, μη έχων ψήφον (αν δε τα βάρη του Ταμίου ανατεθώσιν εις πρόσωπον μη συμπεριλαμβανόμενον εις τους δέκα εκτελεστάς, ο τελευταίος τούτων, ως είρηται, δεν θέλει έχει ψήφον). ... 147. Είπον και πάλιν επαναλαμβάνω, ότι τα ακίνητα κτήματα της Σχολής λογίζονται αναπαλλοτρίωτα. Το Πρώτον Συμβούλιον της Σχολής όμως έχει την άδειαν να γνωμοδοτήση περί της απαλλοτριώσεώς των, και το αρμόδιον Δικαστήριον δύναται, αν το εγκρίνη, να διατάξη την πώλησιν. ... Παρακαλώ δε και την Κυβέρνησιν του Βασιλέως της Ελλάδος να επιτηρή, χωρίς να έχη καμμίαν εξουσίαν επί των χρημάτων. 151. Η Κυβέρνησις της Ελλάδος έχει, δυνάμει της παρούσης μου, το δικαίωμα να ενάγη τους Εκτελεστάς της παρούσης μου, αν αδιαφορήσωσιν ή αμελήσωσι προς εκπλήρωσίν τινος των διατάξεών μου, μη έχουσα όμως διαχείρισιν του χρηματικού, ούσης ανεξαρτήτου κατά τα λοιπά της Σχολής. ... ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΔΕΥΤΕΡΑ [...] ...157. Εις την παρούσαν διέταξα όσα έκρινα αναγκαία περί του προϋπολογισμού και απολογισμού, απόκειται όμως εις την σύνεσιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να τροποποιήση τα περί τούτου, αν το κρίνη αναγκαίον· θέλω όμως να ακολουθώνται αι διατάξεις μου μέχρις εκδόσεως Υ.Β. Διατάγματος, τροπολογούντος τα περί τούτου. Εις την σύνεσιν αυτής απόκειται να επιφέρη και άλλας βελτιώσεις επί αντικειμένων, εφ' όσα σιωπά η παρούσα μου. [...]". 8. Επειδή, η ανωτέρω διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την 5054/4.6.1841 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, με το από 25.1/6.2.1843 βασιλικό διάταγμα ιδρύθηκε η “Εκκλησιαστική Σχολή Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρηδων” και εγκρίθηκε ο πρώτος Οργανισμός της (ΦΕΚ 4/13.2.1843), σύμφωνα με τον οποίο η σχολή αυτή τελούσε υπό την εποπτεία του Κράτους. Στη συνέχεια, με το από 26.9.1931 προεδρικό διάταγμα εγκρίθηκε ο νέος Οργανισμός της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (Α΄352/7.10.1931), κατά τον οποίο η σχολή ήταν υπό την εποπτεία του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και την “πνευματική επίβλεψη” της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 2), ενώ η διοίκηση της σχολής ασκούνταν από το δεκαμελές Πρώτο Συμβούλιο και διατηρούσε την αυτοτέλεια της (άρθρο 3), προβλέφθηκε δε συμμετοχή στο Πρώτο Συμβούλιο άνευ ψήφου του Διευθυντή της Διεύθυνσης Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος ενημέρωνε το Συμβούλιο για τις απόψεις του Υπουργού και τον τελευταίο για τις απόψεις του Συμβουλίου (άρθρο 6). Η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε και στο ν.δ. 3554/1956 (Α΄ 199). Εξάλλου, με το από 8.5.1958 βασιλικό διάταγμα (Α΄ 81/17.5.1958) εγκρίθηκε νέος Οργανισμός "διοικήσεως και διαχειρίσεως της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής". Με τον Οργανισμό αυτό, ο οποίος εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, ορίζονται τα εξής: "Άρθρον 1. Το εν Αθήναις από του έτους 1841 υπό των αειμνήστων Μάνθου και Γεωργίου Ριζάρη ιδρυθέν και από του 1844 λειτουργούν Ίδρυμα, ανεγνωρισμένον υπό του Κράτους, υπό την επωνυμίαν "Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή", διοικείται κατά τας διατάξεις της διαθήκης, των προσθηκών αυτής, του κωδικέλλου της και των κειμένων Νόμων και Διαταγμάτων σκοπόν έχον, τον περί τα εγκύκλια και ιδία περί τα εκκλησιαστικά, καταρτισμόν πρωτίστως και κυρίως, των εφιεμένων να προσέλθωσιν εις τας τάξεις του κλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, παρεπομένως δε, την μετεκπαίδευσιν των ήδη κεχειροτονημένων ως και τον καταρτισμόν των επιθυμούντων να θεραπεύσωσι την Ορθόδοξον Θεολογικήν επιστήμην επ' ωφελεία της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. ... Άρθρον 2. Το Ίδρυμα τούτο [...] είναι από της ενάρξεως της λειτουργίας του ανεγνωρισμένον υπό του Κράτους [...] ως η πρώτη επίσημος Ιερατική αυτού Σχολή, και ως προς τα έργα του ταύτα τελεί υπό την εποπτείαν του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας (Γενική Διεύθυνσις Θρησκευμάτων), ως προς δε την διοίκησιν και διαχείρισιν υπό την εποπτείαν του Υπουργείου των Οικονομικών, κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 2039/1939 ... Άρθρον 3. 1. Το Ίδρυμα τούτο διατηρούν, παρά τον Κρατικόν αυτού χαρακτήρα, πλήρως την αυτοτέλειάν του, ως αύτη διαγράφεται εν τη Διαθήκη του αειμνήστου Ιδρυτού του, τω κωδικέλλω και ταις προσθήκαις αυτής, είναι Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου ως προς το Εκπαιδευτικόν αυτού έργον, Νομικόν δε Πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου εν τη διοικήσει και διαχειρίσει της περιουσίας του, διοικείται υπό Δεκαμελούς Συμβουλίου ή Πρώτου ή Πολυμελούς ή Συμβουλίου Εκτελεστών ... και εκ Τριμελούς ή Διοικητικού Συμβουλίου ή Δευτέρου ... συγκροτουμένου εκ μελών του Πολυμελούς ... 2. Η ενασκουμένη υπό των αρμοδίων Αρχών εποπτεία επί του Ιδρύματος περιορίζεται εις τον κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 2039/1939 προληπτικόν έλεγχον νομιμότητος των αποφάσεων της διοικήσεώς του, απολαμβάνοντος κατά τα λοιπά ανεξαρτησίας και πλήρως αυτοδιοικουμένου κατά τας επιταγάς του Διαθέτου. 3. ... Άρθρον 5. 1. Του Πολυμελούς Συμβουλίου μετέχει άνευ ψήφου και ο Γενικός Διευθυντής της Διευθύνσεως Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας ως Κυβερνητικός Επίτροπος ... 2. Ο Επίτροπος καθιστά το Συμβούλιον ενήμερον των απόψεων του Υπουργείου επί ζητημάτων εκπαιδευτικών αφορώντων το Ίδρυμα και εισηγείται εις τον Υπουργόν τας απόψεις του Συμβουλίου τούτου επί των αυτών ζητημάτων προς ρύθμισιν αυτών, οσάκις η λύσις των εξαρτάται εκ του Υπουργείου τούτου ή απαιτείται λήψις Νομοθετικής μερίμνης. 3. ... 4. Ο Επίτροπος καλείται εις πάσας [τας] συνεδριάσεις του Πολυμελούς Συμβουλίου, το οποίον νομίμως διασκέπτεται και αποφασίζει και εάν δεν προσέλθη ούτος. ... Άρθρον 6. 1. Το Πολυμελές Συμβούλιον συνέρχεται υποχρεωτικώς μεν άπαξ του μηνός, εκτάκτως δε οσάκις νομίζει τούτο πρόσφορον το τριμελές Συμβούλιον, ή ζητήσωσι την σύγκλησιν τούτου πέντε μέλη του επί των εξής ζητημάτων: α) Περί του ετησίου Προϋπολογισμού των τακτικών εσόδων του Ιδρύματος ... β) Περί του ετησίου Προϋπολογισμού των τακτικών και εκτάκτων εξόδων του Ιδρύματος ... γ) Περί εξετάσεως και εκκαθαρίσεως των λογαριασμών και ετησίων απολογισμών του Ιδρύματος ... δ) Περί εκποιήσεως ακινήτων του Ιδρύματος, ήτις [...] ήθελε κριθή αναγκαία ... ε) Περί προβλέψεως διατάξεων εφ' ων σιωπά η διαθήκη του ιδρυτού. στ) Περί εκμισθώσεως των ακινήτων κτημάτων του Ιδρύματος ... ζ) Περί διαφοράς αναγομένης εις τα Δικαστήρια ... η) Περί χορηγήσεως ή λήψεως δανείων. θ) Περί αποδοχής δωρεών, κληροδοσιών και κληρονομιών. ... ι) Περί συγκαταβάσεως εις πληρωμάς ως και περί χορηγήσεως αμοιβών ... ή και χορηγήσεως υποτροφιών ... ια) Περί διορισμού, προαγωγής, απολύσεως και χορηγήσεως εν γένει χορηγιών εις το διοικητικόν και υπηρετικόν προσωπικόν ... ιβ) Περί της ετησίας επιχορηγήσεως της Σχολής Μονοδενδρίου ... ιγ) Περί της μονογραφής των εις το Ίδρυμα κρατουμένων βιβλίων ... ιδ) Περί σοβαρών επισκευών του καταστήματος και των ετέρων ακινήτων του Ιδρύματος ... ιε) Περί των προσληφθησομένων υποτρόφων και πληρώσεως των εξ αυτών Ζαγορησίων. ιστ) Περί θεωρήσεως του παρά του Συλλόγου των Καθηγητών συντασσομένου κατ' έτος ωρολογίου προγράμματος των διδασκομένων μαθημάτων εν ταις Σχολαίς του Ιδρύματος και υποβολής αυτού προς έγκρισιν εις το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας. ιζ) Περί αποβολής μαθητού ... ιη) Περί της χορηγήσεως αποζημιώσεως και εξόδων κινήσεως κατά τη συνεδρίασιν των μελών του ... Συμβουλίου ... ιθ) Περί εκλογής εκτελεστού. κ) Εν γένει περί οιωνδήποτε υποθέσεων του Ιδρύματος ... 2. ... 3. Το Πολυμελές Συμβούλιον συνερχόμενον μετά την λήξιν των εξετάσεων και λαμβάνον υπ' όψιν τας κενωθείσας θέσεις ή τας δημιουργηθείσας ειδικάς κατ' έτος συνθήκας, ορίζει τον αριθμόν των εισαχθησομένων μαθητών εκάστης προελεύσεως ως και των εξωτερικών. ... Άρθρον 8. 1. ... 5. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου είναι και ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Συμβουλίου. 6. Ο Πρόεδρος διευθύνων τας συνεδριάσεις του τε Τριμελούς και Πολυμελούς Συμβουλίου θέτει ενώπιον αυτών τα διάφορα θέματα. Συμφωνούντος του Πολυμελούς Συμβουλίου δύνανται να αχθώσιν ενώπιον αυτού, μη εμπεριεχόμενα εν τη προσκλήσει θέματα. ...". 9. Επειδή, στις μνημονευθείσες ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 5 του Οργανισμού της Ρ.Ε.Σ. προστέθηκε παράγραφος 5 με το άρθρο 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223), με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: "5. Άνευ ψήφου μετέχει επίσης του Πολυμελούς Συμβουλίου και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος ενημερώνει το Συμβούλιο για τις θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος επί των ζητημάτων οργάνωσης και περιεχομένου της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης. Το Συμβούλιο συνεδριάζει νόμιμα χωρίς την παρουσία του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εάν αυτός έχει προσκληθεί. Εφόσον ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος παρίσταται, συνυπογράφει τα πρακτικά της οικείας συνεδρίασης του Συμβουλίου. Ο εκπρόσωπος ορίζεται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για θητεία ενός έτους, η οποία δύναται να ανανεώνεται." Κατ' εφαρμογή του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014, εκδόθηκε η από 4.3.2015 πράξη της Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ορίσθηκε ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. με θητεία ενός έτους. Η θητεία αυτή ανανεώθηκε διαδοχικά για ένα επιπλέον έτος με τις από 7.4.2016, 2.5.2017 και 19.4.2018 όμοιες αποφάσεις της Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος αντίστοιχα. 10. Επειδή, για τη δομή και τη λειτουργία της Εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αρχικά ίσχυσε ο ν. 5142/1931 (Α΄207/16.7.1931), στον οποίο υπαγόταν και η Ρ.Ε.Σ. (άρθρα 4, 5, 8, 11 και 14), στη συνέχεια, ίσχυσε ο α.ν. 540/1945 (Α΄ 230/7.9.1945), στον οποίο υπήρχε πρόβλεψη και για τη διοίκηση της Ρ.Ε.Σ. (άρθρα 19-24), ενώ με το ν.δ. 876/1971 (Α΄95/17.5.1971) επιχειρήθηκε να υπαχθεί το σύνολο της διοίκησης των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών σχολών στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι ρυθμίσεις αυτές με την απόφαση 1952/1972 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν ως αντίθετες με το Σύνταγμα, κατά το μέρος που δεν καθόριζαν σε ποιο μέτρο και σε ποια έκταση υπαγόταν η Ρ.Ε.Σ. στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ειδικότεροι όροι της διαθήκης Ριζάρη. Ακολούθως, με το άρθρο 1 του ν. 476/1976 (Α΄ 308/17-18.11.1976) καταργήθηκε το ν.δ. 876/1971 και επανήλθαν σε ισχύ οι προϊσχύουσες αυτού διατάξεις, ενώ η περιελθούσα στην Εκκλησία της Ελλάδος κινητή περιουσία των σχολών Δημόσιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Ρ.Ε.Σ., καθώς και ο τεχνικός εξοπλισμός τους περιήλθαν αυτοδικαίως στην κυριότητα των σχολών αυτών. Περαιτέρω, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, για τη δομή και τη λειτουργία της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης εφαρμοστέος είναι ο ν. 3432/2006 (Α΄ 14), ο οποίος ορίζει τα εξής: (α) Κεφάλαιο Α΄ (Γενικές Διατάξεις). Άρθρο 1: "Διάρθρωση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. 1. Η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση παρέχεται στα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια (Ε.Γ.), στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια (Ε.Ε.Λ.), στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α.) και στα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (Ι.Σ.Δ.Ε.). Οι εκπαιδευτικές αυτές μονάδες είναι παραγωγικές σχολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια και τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ανήκουν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ... . Άρθρο 2. Σκοπός της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι η ανάδειξη και κατάρτιση Κληρικών και Λαϊκών Στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και χριστιανικού ήθους." (β) Κεφάλαιο Γ' (Δευτεροβάθμια Εκκλησιαστική Εκπαίδευση και Εκκλησιαστική Εκπαίδευση Δεύτερης Ευκαιρίας). Άρθρο 19 [όπως ισχύει μετά το άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 3848/2010 (Α΄ 71)]: "Εκκλησιαστικά Γυμνάσια. 1. Για την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία των εκκλησιαστικών γυμνασίων, όπως και για την κατάργηση, συγχώνευση ή μεταφορά της έδρας τους, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τα λοιπά γυμνάσια της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπου στις διατάξεις αυτές προβλέπεται γνώμη, σύμφωνη γνώμη, εισήγηση ή πρόταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αυτή διατυπώνεται από το Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. 2. ...". Άρθρο 20 [όπως ισχύει μετά το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 3848/2010]: "Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια και Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης. 1. Για την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία των γενικών εκκλησιαστικών λυκείων, όπως και για την κατάργηση, συγχώνευση ή μεταφορά της έδρας τους, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τα λοιπά γενικά λύκεια της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 ... του άρθρου 19. 2. ...". Άρθρο 23 [όπως ισχύει μετά το άρθρο 39 παρ. 3 του ν. 3848/2010 και το άρθρο 43 του ν. 4386/2016 (Α΄ 83/11.5.2016)]: "Εκπαιδευτικό Προσωπικό. 1. Το μόνιμο Εκπαιδευτικό Προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατέχει οργανικές θέσεις, που ανήκουν σε κλάδους αντίστοιχους με τους προβλεπόμενους στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τους κλάδους, τα τυπικά προσόντα, τα θέματα βαθμολογικής, μισθολογικής και εν γένει υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης, όπως και τα θέματα πειθαρχικού δικαίου του εκπαιδευτικού προσωπικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφαρμόζονται αναλόγως και στο εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. 2. Για την κάλυψη των κενών θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού και των λειτουργικών αναγκών των εκκλησιαστικών γυμνασίων και των γενικών εκκλησιαστικών λυκείων διορίζονται ή προσλαμβάνονται εκπαιδευτικοί από τους πίνακες της δημόσιας εκπαίδευσης, ύστερα από αίτηση - δήλωση προτίμησης των ενδιαφερομένων και σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. ... Ειδικά στο Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο του Ιδρύματος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, για την κάλυψη λειτουργικών κενών, τα οποία αφορούν κυρίως σε πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα και [αν], έως και τη 15η Οκτωβρίου κάθε διδακτικού έτους, δεν έχει καταστεί δυνατή η πλήρωσή τους, προσλαμβάνονται αναπληρωτές ή και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, με την ανάληψη του σχετικού μισθολογικού κόστους εξ ολοκλήρου και αμιγώς από ίδιους πόρους του Ιδρύματος ως μη επιχορηγούμενου από τον τακτικό προϋπολογισμό. ... 8. Αρμόδιο όργανο για την επιλογή διευθυντών και υποδιευθυντών στα λειτουργούντα υπό ενιαία διεύθυνση εκκλησιαστικά γυμνάσια και γενικά εκκλησιαστικά λύκεια είναι το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης με τη διευρυμένη σύνθεση της παραγράφου 2. Για την επιλογή εφαρμόζονται οι διατάξεις για τα προσόντα, τα κριτήρια και τη διαδικασία που ισχύουν για την επιλογή διευθυντών και υποδιευθυντών στα λοιπά σχολεία της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσαρμόζονται οι διατάξεις αυτές στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των εκκλησιαστικών γυμνασίων και των γενικών εκκλησιαστικών λυκείων." Άρθρο 24 [όπως ισχύει μετά το άρθρο 39 παρ. 4 του ν. 3848/2010]: "Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. 1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας ... πενταμελές Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης (Ε.Σ.Δ.Ε.Ε.), μέλη του οποίου ορίζονται με τους αναπληρωτές τους πρόσωπα κύρους με γνώση και εμπειρία στα θέματα της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, ιδίως δε μέλη Δ.Ε.Π. των πανεπιστημίων, μέλη του διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, σύμβουλοι ή πάρεδροι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, σχολικοί σύμβουλοι της δημόσιας εκπαίδευσης, διευθυντές εκκλησιαστικών γυμνασίων και γενικών εκκλησιαστικών λυκείων, καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στελέχη της διοίκησης της εκπαίδευσης με εμπειρία στα θέματα αρμοδιότητας του συμβουλίου. Από τα μέλη αυτά, ένα προτείνεται από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μαζί με τον αναπληρωτή του, ένα από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης μαζί με τον αναπληρωτή του και τα υπόλοιπα ορίζονται από τον Υπουργό Παιδείας ... 3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι τριετής. 4. Το Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι αρμόδιο να προτείνει ή να γνωμοδοτεί για θέματα σχολικών μονάδων Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης σχετικά με: α) την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση και μεταφορά της έδρας σχολικών μονάδων, β) την κατάρτιση ή αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών, γ) την προκήρυξη και συγγραφή ειδικών βιβλίων για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, δ) τις εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, ποινές, εξετάσεις, διαδικασία αξιολόγησης των μαθητών και την οργάνωση της μαθητικής ζωής εν γένει, ε) τη μελέτη κάθε εκπαιδευτικού θέματος, το οποίο παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αφορά γενικώς στη λειτουργία της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και στ) κάθε άλλο συναφές θέμα." (γ) Κεφάλαιο Ε΄ (Μεταβατικές, τελικές και άλλες διατάξεις). Άρθρο 31: "Εξουσιοδοτικές διατάξεις. 1. ... 4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, μπορεί να ρυθμίζονται στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί Εθνικών Κληροδοτημάτων τα θέματα που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του εκπαιδευτικού γενικώς έργου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής." Με την 93339/Θ2/2015 (Β΄ 1158/18.6.2015) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, η οποία θεσπίσθηκε κατ' επίκληση και της μνημονευμένης ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 23 παρ. 8 του ν. 3432/2006, ορίσθηκαν ειδικώς για τη Ρ.Ε.Σ. τα εξής: Άρθρο 13: "Τοποθέτηση διευθυντών. 1. ... 2. Για την τοποθέτηση διευθυντή [με απόφαση του Υπ. Παιδείας] ... στο Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, απαιτείται προηγούμενη έγκριση ... του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής ... Η απόφαση για μη έγκριση της τοποθέτησης θα πρέπει να αιτιολογείται νομικά επαρκώς. 3. ...". Άρθρο 14: "Τοποθέτηση υποδιευθυντών. 1. ... 4. Για την τοποθέτηση υποδιευθυντή ... στο Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της παρούσης." Εξάλλου, το π.δ. 114/2014 "Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων" (Α΄ 181), ορίζει στα άρθρα 41 και επόμενα (για τη "ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ") τα εξής: Άρθρο 41: "Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων. 1. Σκοπός της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων είναι η εποπτεία του θρησκευτικού εκπαιδευτικού συστήματος ... 2. Η Γενική Γραμματεία συγκροτείται από τις ακόλουθες οργανωτικές μονάδες: α) ... β) Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης. ...". Άρθρο 43: "Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης. 1. Επιχειρησιακός στόχος της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Εκπαίδευσης είναι ο σχεδιασμός μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πολιτικών για την ανάπτυξη και λειτουργία της θρησκευτικής εκπαίδευσης. 2. Η Διεύθυνση ... συγκροτείται από τις ακόλουθες οργανικές μονάδες ... 3. Το Τμήμα Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής είναι αρμόδιο για: ... ε) τα θέματα διοίκησης και εποπτείας των Σχολείων της "Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής" ...". Τέλος, με το άρθρο 86 του π.δ. 18/2018 “Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων” (Α΄ 18/23.2.2018) καταργήθηκε το ανωτέρω π.δ. 114/2014, ενώ με το άρθρο 87 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ορίσθηκε η έναρξη της ισχύος του δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στο άρθρο 57 του ανωτέρω προεδρικού διάταγματος με τίτλο “Αποστολή και διάρθρωση” ορίζεται ότι: “1. Σκοπός της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων είναι η εποπτεία του θρησκευτικού εκπαιδευτικού συστήματος και η σύνδεση θρησκείας και πολιτισμού με την ταυτόχρονη παραγωγή δράσεων κατά της μισαλλοδοξίας και υπέρ των διαθρησκευτικών σχέσεων. 2. Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων συγκροτείται από τις ακόλουθες οργανωτικές μονάδες: α) ... β) Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και Διαθρησκευτικών Σχέσεων”, στο δε άρθρο 59 του ίδιου προεδρικού διατάγματος με τίτλο “Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και Διαθρησκευτικών Σχέσεων” ορίζεται ότι: 1) ... 3) Το Τμήμα Α΄ Εκκλησιαστικής και Θρησκευτικής Εκπαίδευσης είναι αρμόδιο για: αα) ... εε) την εποπτεία των σχολείων δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης της “Ριζαρείου Εκκλησιατικής Σχολής” και της “Αθωνιάδος Εκκλησιαστικής Ακαδημίας” ...”. 11. Επειδή, με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες", ενώ με το άρθρο 109 αυτού ορίζεται ότι "1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερη της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει." Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, με την επιφύλαξη της περίπτωσης που διαπιστώνεται με δικαστική απόφαση το ανέφικτο της πραγματοποίησης της θέλησης του διαθέτη ή δωρητή, απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η μεταβολή όχι μόνον του κοινωφελούς σκοπού στον οποίο αναφέρεται η διαθήκη ή η δωρεά, αλλά και των περιεχομένων σε αυτές όρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ορισμοί που αφορούν τον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης της υπέρ του δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού καταλειφθείσης περιουσίας, όπως και τον τρόπο εκλογής των διοικητών και διαχειριστών της. Τούτο δε, διότι οι ορισμοί αυτοί αποτελούν, μαζί με τον κοινωφελή σκοπό, ουσιώδες μέρος της βούλησης του δωρητή ή διαθέτη περιουσίας υπέρ του σκοπού αυτού και, έτσι, εμπίπτουν στη συνταγματική προστασία, διασφαλιζόμενοι από τις επεμβάσεις της νομοθετικής λειτουργίας (Ολομ. ΣτΕ 1191-2, 223/2009, 3371-2/2008, 2807/2002, 400/1986). Τα υπαγόμενα, πάντως, στην προστασία του άρθρου 109 του Συντάγματος νομικά πρόσωπα (ιδρύματα) δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να εξαιρεθούν από την εφαρμογή γενικών νομοθετικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, όταν μάλιστα η θέσπιση των μέτρων αυτών υπαγορεύεται από άλλες συνταγματικές διατάξεις. Τέτοια διάταξη αποτελεί και εκείνη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους, παρέχοντας στην Πολιτεία ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την οργάνωση και το περιεχόμενο της παρεχόμενης παιδείας, εντός των πλαισίων που καθορίζει ο συνταγματικός νομοθέτης (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 400/1986). Εφόσον, ειδικότερα, πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στη συγκρότηση συλλογικού οργάνου διοίκησης νομικού προσώπου υπαγομένου στην προστασία του άρθρου 109 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται καταρχήν, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού η πρόβλεψη από το νόμο - εφόσον συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και για την εξυπηρέτηση σκοπού, περί των οποίων προνοεί το Σύνταγμα (όπως το άρθρο 16 αυτού) - του διορισμού ως μελών και προσώπων που δεν προβλέπονται από την οικεία ιδρυτική πράξη, υπό την εξυπακουόμενη όμως προϋπόθεση ότι και με τη συμμετοχή των μελών αυτών παραμένει η πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων στα κατά την ιδρυτική πράξη μέλη του συλλογικού οργάνου (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 1191-2/2009, 223/2009, 3371/2008, 2807/2002). 12. Επειδή, από τις μνημονευθείσες διατάξεις της διαθήκης του Γεωργίου Ραδιόνοφ Ριζάρη προκύπτει ότι σαφής βούληση του διαθέτη υπήρξε η ίδρυση εκκλησιαστικής σχολής, η οποία θα εντασσόταν στη δημόσια εκκλησιαστική εκπαίδευση, αποτελώντας μάλιστα τον κύριο φορέα αυτής, και θα είχε ως πρωταρχικό σκοπό την προσήκουσα (και πανεπιστημιακή) εκπαίδευση και ηθική μόρφωση των μελλόντων κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Περαιτέρω με τις διατάξεις της διαθήκης αυτής (βλ. σχετικά τα άρθρα 79, 80, 82, 84, 85, 145, 153 και 156) προσδιορίσθηκε λεπτομερώς ο τρόπος διοίκησης της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, καθώς και ο τρόπος εκλογής νέων μελών στην περίπτωση που εκλείψουν τα παλαιά. Σε αρμονία προς τη βούληση αυτή του διαθέτη ιδρύθηκε από την Πολιτεία η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή "ως πρώτη επίσημος Ιερατική Σχολή" του Ελληνικού κράτους, η οποία αποτέλεσε εξ αρχής δημόσιο εκπαιδευτικό οργανισμό, υποκείμενο στην άμεση κρατική εποπτεία, που ασκείται αφενός, σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική λειτουργία, από τον Υπουργό Παιδείας, και αφετέρου, σε ό,τι αφορά τη διοίκηση του συσταθέντος Ιδρύματος και τη διαχείριση της καταλειφθείσης περιουσίας, από τον Υπουργό Οικονομικών. Για το λόγο, μάλιστα, αυτόν αποδόθηκε στη Ρ.Ε.Σ. ο ιδιόμορφος τύπος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως προς το εκπαιδευτικό έργο και του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ως προς τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του Ιδρύματος (ΣτΕ 4404/2014). Εξάλλου, σε κανέναν από τους Οργανισμούς που αφορούσαν την αιτούσα, δεν είχε υπάρξει επέμβαση στο τρόπο διοίκησης της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, υπό την έννοια του ορισμού νέων μελών στο Πολυμελές Συμβούλιο. Η δε πρόβλεψη συμμετοχής στο Πολυμελές Συμβούλιο του αρμόδιου για θέματα θρησκευτικής εκπαίδευσης διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας ως "κυβερνητικού επιτρόπου" συνιστά ειδική εκδήλωση της εποπτείας του κράτους επί της Ρ.Ε.Σ., με σκοπό να ενημερώνεται το Συμβούλιο για τις απόψεις του Υπουργείου επί εκπαιδευτικών ζητημάτων που αφορούν τη Σχολή. Η άσκηση της κρατικής αυτής εποπτείας, η οποία βρίσκεται εντός των πλαισίων της βούλησης του διαθέτη (βλ. σχετικά τα άρθρα 74, 77, 85, 87 ε, 151 και 157 της διαθήκης Ριζάρη), όπως συνάγεται και από την υπηρεσιακή ιδιότητα του ως άνω κρατικού εκπροσώπου, συνδέεται άρρηκτα με τη βασική αποστολή της Σχολής ως παραγωγικής στελεχών (κληρικών) της Ορθόδοξης Εκκλησίας της χώρας, αλλά και με την ανάγκη να εναρμονίζεται η αυτοτελής λειτουργία της ως αυτοδιοικούμενου νομικού προσώπου με τη δημόσια πολιτική στον τομέα της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, η οποία εντάσσεται στην κατά το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του κράτους για την παροχή παιδείας. Εντός του συνταγματικού αυτού πλαισίου οργανώνεται και ασκείται η κρατική εποπτεία και στο σύνολο της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τον ισχύοντα ν. 3432/2006, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτει και η αιτούσα. Με τον νόμο αυτό καθιερώνεται ενεργός συμμετοχή της Εκκλησίας στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, διότι δύο από τα πέντε μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης προτείνονται αποκλειστικά από εκκλησιαστικούς φορείς (άρθρο 24 παρ. 1). 13. Επειδή, όπως προκύπτει από όσα ήδη εκτέθηκαν, ο διαθέτης με τους όρους της διαθήκης του ρύθμισε πλήρως τον αριθμό των μελών και τον τρόπο συγκρότησης του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2807/2002 Ολομ.), εφόσον προβλέφθηκε αναλυτικά ο τρόπος διοίκησης αυτής και, συγκεκριμένα, τα όργανα διοίκησης, τα ζητήματα επί των οποίων αποφασίζουν, ενώ περιέχονται και ρυθμίσεις που αφορούν και μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και έκφραση γνώμης, όπως είναι ο ταμίας και οι “τιμητικοί εκτελεστές” της διαθήκης. Εξάλλου, δεν προβλέπεται σε κάποια από τις διατάξεις της διαθήκης συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στα ζητήματα διοίκησης της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, είτε αυτά συνδέονται με εκπαιδευτικά ζητήματα είτε με την διαχείριση της περιουσίας της. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014 συμμετοχή στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. προσώπου που δεν προβλέπεται στην διαθήκη ούτε συνάγεται ότι είναι σύμφωνη με την βούληση του διαθέτη, συνιστά επέμβαση σε αυτή. Τούτο δε, διότι ναι μεν ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ., όμως εκφράζει τις απόψεις του δυνάμενος να επηρεάσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου παραμένοντας κατά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για κάθε θέμα που τίθεται (πρβλ. ΣτΕ 3678/2014 σκ. 4 και 5, 2318/2012 σκ. 12, 3136/2003 σκ.5, 3230/2003 σκ. 5), πρέπει δε να καλείται υποχρεωτικά σε κάθε συνεδρίαση του συλλογικού αυτού οργάνου, ακόμα και όταν δεν πρόκειται να συζητηθούν θέματα οργάνωσης και περιεχομένου της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, ενώ, εξάλλου, συνυπογράφει τα πρακτικά της οικείας συνεδρίασης του Συμβουλίου, αν δε αρνηθεί την υπογραφή τους, όπως, εν προκειμένω, συνέβη σε δεκατέσσερις συνεδριάσεις του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. (6/31.3.2015 και 1-13/9.1.2018-24.7.2018, τα τελευταία υπεγράφησαν στις 30.10.2018), δημιουργείται ζήτημα νομιμότητας των αποφάσεων που ελήφθησαν στις επίμαχες συνεδριάσεις. Περαιτέρω, με την ανωτέρω ρύθμιση δεν εισάγεται ένα γενικό νομοθετικό μέτρο, το οποίο καταλαμβάνει όλα τα εκκλησιαστικά σχολεία και από το οποίο ζητεί να εξαιρεθεί η αιτούσα, αλλά, αντιθέτως, αφορά μόνο αυτή (πρβλ. ΣτΕ 400/1986 Ολομ). Άλλωστε, η ΡΕ.Σ. ήδη έχει υπαχθεί στο ενιαίο σχήμα δημόσιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, στο Εποπτικό Συμβούλιο της οποίας η Εκκλησία εκπροσωπείται με δύο από τα πέντε μέλη του. Δεδομένου δε, ότι όλες οι σχολικές μονάδες εκκλησιαστικής εκπαίδευσης ασκούν το ίδιο έργο, δεν δικαιολογείται η διαφοροποίηση της Ρ.Ε.Σ., η οποία μάλιστα απολαύει της προστασίας του άρθρου 109 του Συντάγματος, έναντι των υπολοίπων εκκλησιαστικών σχολών με επιπλέον συμμετοχή εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας του Κράτους στη Ρ.Ε.Σ. ως προς το εκπαιδευτικό της έργο, συμμετέχει άνευ ψήφου στο Πολυμελές Συμβούλιο, ο αρμόδιος για θέματα θρησκευτικής εκπαίδευσης διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ως "κυβερνητικός επίτροπος”. Η συμμετοχή δε αυτή του καθ’ ύλην αρμοδίου εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας στα ζητήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης εξυπηρετεί και τον σκοπό του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους. Συνεπώς, η συμμετοχή εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε όλες τις συνεδριάσεις του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. και όχι μόνο όταν τίθεται ζήτημα εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, δεν δικαιολογείται από λόγο δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, τέτοιο λόγο δεν αποτελεί ο σκοπός του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, γιατί αυτός ήδη εξυπηρετείται με την συμμετοχή του “Κυβερνητικού Επιτρόπου”, αλλά και από την υπαγωγή της Ρ.Ε.Σ. στις διατάξεις του ν. 3432/2006 για την εκκλησιαστική εκπαίδευση, στις διατάξεις του οποίου προβλέπεται επαρκώς η εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τέλος, δεν προκύπτει ότι εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος ούτε από τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014, σύμφωνα με την οποία επιχειρείται η διευκόλυνση της “επικοινωνίας μεταξύ του Πολυμελούς Συμβουλίου και της Εκκλησίας της Ελλάδος για θέματα εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως”. Επομένως, εφόσον η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014 για τη συμμετοχή στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος αντίκειται στο άρθρο 109 του Συντάγματος, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα και η στηριζόμενη σε αυτήν, από 19.4.2018, απόφαση της Δ.Ι.Σ. περί ορισμού εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ., κατά τα βασίμως από την αιτούσα προβαλλόμενα, η δε κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Τσιμέκας, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραϊμη και Μ. Σωτηροπούλου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η συμμετοχή εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 5 του ν. 4301/2014, δεν παραβιάζει το άρθρο 109 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι η συμμετοχή αυτή, κατά ρητή πρόβλεψη της εν λόγω διάταξης, αφενός μεν συνίσταται αποκλειστικά στην ενημέρωση και μόνον του Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής για τις θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος σε ζητήματα οργανώσεως και περιεχομένου της παρεχόμενης από τη σχολή αυτή εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και όχι σε ζητήματα διαχείρισης της περιουσίας της, αφετέρου δε προβλέπεται χωρίς δικαίωμα ψήφου του εν λόγω εκπροσώπου, με συνέπεια το Συμβούλιο να διατηρεί, αυτό μόνο, σε συμφωνία με τα οριζόμενα από τη διαθήκη του Γ. Ριζάρη, την αποφασιστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί των εν λόγω θεμάτων. Τα ζητήματα αυτά οριοθετούνται, εξάλλου, με σαφή τρόπο από την ισχύουσα νομοθεσία, καθορίζονται δε κατά συνεδρίαση του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. με ευθύνη του Προέδρου του και αφορούν, σύμφωνα με τις παρατεθείσες ανωτέρω (σκέψεις 8 και 10) διατάξεις, τις ειδικές ρυθμίσεις, με προεδρικά διατάγματα, για θέματα οργανώσεως και λειτουργίας του εκπαιδευτικού έργου της Ρ.Ε.Σ. (άρ. 31 παρ. 4 ν. 3432/2006), τοποθέτηση διευθυντή και υποδιευθυντή τη Ριζαρείου Σχολής (άρ. 13 και 14 Υ.Α. 93339/Θ2/2015 - Β΄ 1158) και τα εκπαιδευτικού χαρακτήρα ζητήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Συμβουλίου αυτής (άρ. 6 παρ. 1 περ. ιε΄, ιστ΄, ιζ΄ και παρ. 3 του από 8/17-5-1958 β.δ/τος). Συνεπώς, η ανωτέρω συμμετοχή εκπροσώπου της Εκκλησίας περιοριζόμενη σε απλή, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ενημέρωση του Συμβουλίου επί των ανωτέρω θεμάτων - στην έννοια της οποίας τυπικώς δεν περιλαμβάνεται καν η διατύπωση γνώμης - δεν συνιστά επέμβαση στην εν γένει διοίκηση και διαχείριση της υπέρ δημοσίου σκοπού καταλειφθείσης περιουσίας του Γ. Ριζάρη, η οποία και μόνο απαγορεύεται κατ' αρχήν, κατά τη μνημονευμένη πάγια νομολογία, από το άρθρο 109 του Συντάγματος. Η τυχόν δε εφαρμογή της επίμαχης διάταξης κατ’ άλλο, μη προβλεπόμενο από αυτήν τρόπο, από τη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή [αποστολή στον εκπρόσωπο της Εκκλησίας πρόσκλησης προς συμμετοχή του στο Συμβούλιο της Ριζαρείου και όταν δεν συζητούνται τα ανωτέρω, σαφώς καθοριζόμενα στο νόμο, εκπαιδευτικά ζητήματα της Σχολής] ή η τυχόν παραβίασή της από τον εν λόγω εκπρόσωπο [άρνηση συνυπογραφής πρακτικών (ενν. τέτοια συνυπογραφή του εκπροσώπου της Εκκλησίας απαιτείται, κατά την έννοια της διάταξης, μόνο για τα συζητηθέντα εκπαιδευτικής φύσεως ζητήματα, για τα οποία και μόνον αυτός καλείται), παραμονή του εκπροσώπου στο Συμβούλιο και για τα λοιπά, πλην εκπαιδευτικών, θέματα], η εσφαλμένη δηλαδή εφαρμογή της διάταξης από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται, δεν δύναται προδήλως να οδηγήσει σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής. Η εν λόγω ενημερωτική συμμετοχή της Εκκλησίας βαίνει, άλλωστε, παραλλήλως προς τη βούληση του διαθέτη (ο οποίος άφησε ρητά ευχέρεια συμπληρωματικών ρυθμίσεων στο νομοθέτη) και τη διασφαλίζει, έτι περαιτέρω, ενόψει του σκοπού της. Εν πάση δε περιπτώσει, η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τις άλλες σχολικές μονάδες της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, από τις οποίες διαφέρει ουσιωδώς κατά το ότι είναι αυτοτελές νομικό πρόσωπο, το οποίο αυτοδιοικείται. Οι άλλες σχολικές μονάδες, αντίθετα, υπάγονται απευθείας, ως δημόσιες υπηρεσίες, στην οργανωτική δομή του Υπουργείου Παιδείας και στην άμεση διεύθυνσή του, και δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη ανάγκη ενημερώσεως ή συντονισμού της διοικήσεώς τους για εκπαιδευτικά ζητήματα. Η ιδιαίτερη αυτή ανάγκη, εξάλλου, δεν μπορεί να καλυφθεί με μόνη τη λειτουργία του Εποπτικού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο εκπροσωπείται η Εκκλησία, διότι ο ρόλος του Συμβουλίου αυτού είναι καθαρά επιτελικός, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, και δεν αφορά την εκπαιδευτική λειτουργία σε επιμέρους σχολικές μονάδες. Ενόψει των ανωτέρω, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014) δεν αντίκειται στο άρθρο 109 του Συντάγματος, διότι, όπως ελέχθη, δεν θίγει τη διοίκηση και διαχείριση της καταλειφθείσης περιουσίας και δικαιολογείται από λόγους που ανάγονται στην θεμιτή επιδίωξη του νομοθέτη να εξασφαλίσει την αρτιότερη δυνατή λειτουργία της Ριζαρείου Σχολής σε σχέση με τον καταστατικό σκοπό της και το σκοπό του διαθέτη. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014 είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, διότι η εποπτεία των εκκλησιαστικών σχολών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ρ.Ε.Σ., από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί θεσμική εγγύηση, η οποία βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 3 του Συντάγματος. Επομένως, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 του ν. 4301/2014 για τη συμμετοχή στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι συνταγματική και δεν αντίκειται στο άρθρο 109 του Συντάγματος, η δε στηριζόμενη σε αυτήν, από 19.4.2018, απόφαση της Δ.Ι.Σ. περί ορισμού εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ., είναι νόμιμη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. 14. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την από 19.4.2018 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ορίστηκε ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πολυμελές Συμβούλιο της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και Επιβάλλει, συμμέτρως, στο Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος τη δικαστική δαπάνη της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, που ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ (460+460+460). Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου του ίδιου έτους. Η Πρόεδρος Η Γραμματέας Αικ. Σακελλαροπούλου Ελ. Γκίκα ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί. Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα, .............................................. Η Πρόεδρος Η Γραμματέας